- συνεισποιεω
- συνεισποιέωσυν-εισποιέωпривлекать на свою сторону, склонять к себе
(ὑπουργίαις καὴ χάρισίν τινα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὑπουργίαις καὴ χάρισίν τινα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεισποιοῦντα — συνεισποιέω admit to a share in pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συνεισποιέω admit to a share in pres part act masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεισποιεῖν — συνεισποιέω admit to a share in pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)